ὑποβάσῃ

ὑποβάσῃ
ὑποβάσηι , ὑπόβασις
going down
fem dat sg (epic)
ὑποβά̱σῃ , ὑποβαίνω
stand under
aor part act fem dat sg (attic epic ionic)
ὑποβά̱σῃ , ὑποβαίνω
stand under
aor subj act 3rd sg (doric)
ὑποβά̱σῃ , ὑποβαίνω
stand under
fut ind mid 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπόβαση — η / ὑπόβασις, άσεως, ΝΜΑ [ὑποβαίνω] νεοελλ. η επιφάνεια την οποία καταλαμβάνει και στην οποία στηρίζεται ένα κτήριο ή μια μηχανή μσν. αίσθημα κατωτερότητας («ὁ δαίμων... ὑποβάλλει αὐτῷ καὶ λογισμοὺς μετὰ ὑποβάσεως», Αντίοχ. Μον.) μσν. αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • υπόβασις — άσεως, ἡ, ΜΑ βλ. υπόβαση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”